προγόνοις

προγόνοις
πρόγονος
early-born
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσεικάζω — Α [εἰκάζω] 1. καθιστώ κάτι όμοιο, εξομοιώνω («δεῑ... τὸν ἀνδριαντοποιὸν τὰ ἔργα τῆς ψυχῆς τῷ εἴδει προσεικάζειν», Ξεν.) 2. συμπεραίνω ύστερα από σύγκριση και αντιπαραβολή («οὐκ ἔχω προσεικάσαι πάντ ἐπισταθμώμενος πλὴν Διός», Αισχύλ.) 4. εικάζω,… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταψέγω — Α [καταψέγω] κατακρίνω μαζί με κάποιον («τοῑς ἡμετέροις προγόνοις συγκαταψέγων τοὺς ἑαυτοῡ», Κύριλλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”